αρπαξιά

αρπαξιά
η см. αρπαγή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρπαξιά" в других словарях:

  • αρπαξιά — η η αρπαγή, η αφαίρεση ξένου πράγματος («μαζώματα της αρπαξιάς», Παλαμάς). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αορ.) άρπαξα του ρ. αρπάζω + (κατάλ.) ιά] …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»