αρπαξιά
Смотреть что такое "αρπαξιά" в других словарях:
αρπαξιά — η η αρπαγή, η αφαίρεση ξένου πράγματος («μαζώματα της αρπαξιάς», Παλαμάς). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αορ.) άρπαξα του ρ. αρπάζω + (κατάλ.) ιά] … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek